сюсюкать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

сюсюкать - translation to πορτογαλικά


сюсюкать      
ciciar ; {перен.} fazer-se de criancinha ; encher-se de cuidados (de gracinhas) com uma criança
falar meigo      
сюсюкать
falar meigo      
сюсюкать

Ορισμός

сюсюкать
несов. неперех.
1) Заменять в речи шипящие звуки свистящими.
2) перен. разг. Обращаться с кем-л. как с ребенком; нянчиться.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για сюсюкать
1. Взрослых, пытавшихся с ней сюсюкать, проигнорировала сразу.
2. Поверьте, я не сентиментальничаю, терпеть не могу сюсюкать.
3. Собака перетягивает симпатии зрителей, а людям остается сюсюкать и делать вид, что она - тоже человек.
4. С контингентом несовершеннолетних сюсюкать просто опасно, это не ведет к исправлению, перевоспитанию личности, а наоборот.
5. Бессмысленно отмывать, обряжать, кормить и сюсюкать с ребятами, которые сломаны наркотой.